στροβοῦμαι

στροβοῦμαι
στροβέω
twirl
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
στροβόομαι
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στροβούμαι — όομαι, Α [στρόβος] ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος, ιλιγγιώ …   Dictionary of Greek

  • επιστροβούμαι — ἐπιστροβοῡμαι, έομαι (Μ) περιφέρομαι, γυρίζω εδώ κι εκεί («ἥμερα κτήνεα... πάντῃ ἐπεστροβέοντο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροβούμαι «περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”